- φρενητίζω
- Α(εσφ. γρφ·) βλ. φρενιτίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρενιτίζω — και εσφ. γρφ. φρενητίζω Α 1. κατέχομαι από φρενίτιδα 2. (ειδικά) παραληρώ από υψηλό πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρενῖτις + ρηματ. κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek